- τερορισμός
- ο, Νη τρομοκρατία.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. terrorisme (< λατ. terror, -oris «φόβος, τρόμος» + -ισμός*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τερορισμός — ο (λ. λατ.), τρομοκρατία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)